- αλαταριά
- η [αλάτι]1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλατισιά — η 1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού 2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλάτιση < αλατίζω] … Dictionary of Greek
βρυσούλα — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 85 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Βάλτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. Παλαιότερα (έως το 1991) ονομαζόταν… … Dictionary of Greek